ψυχοσάββατο — το, Ν το Σάββατο τής πρώτης εβδομάδας τών νηστειών, καθώς και το Σάββατο πριν από την πεντηκοστή, που είναι αφιερωμένα σε γενικό μνημόσυνο τών ψυχών τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + Σάββατο] … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Τσικνοπέμπτη — Ονομασία της ημέρας Πέμπτης της Κρεατνής ή κατ’ άλλους Τυρινής. Προέρχεται από τη λέξη τσίκνα, τη μυρωδιά δηλαδή του ψημένου κρέατος, που κάθε οικογένεια συνηθίζει να τρώει την ημέρα αυτή. Επειδή τις ημέρες της Τυροφάγου Δευτέρα, Τετάρτη,… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek